θιασώτις

θιασώτις
η (Α θιασῶτις)
βλ. θιασώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θιασώτιδες — θιασῶτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτισι — θιασῶτις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”